εἰργασμένη
Look at other dictionaries:
εἰργασμένη — ἐργάζομαι work perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰργασμένῃ — ἐργάζομαι work perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεώχερμος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «γῆ νεωστὶ εἰργασμένη». [ΕΤΥΜΟΛ. < *νέως, αμάρτυρο επίρρ. τού νέος (πρβλ. νεωσ τί) + χέρμα «λίθος, χαλίκι»] … Dictionary of Greek